- καταδαμαλίζω
- καταδᾰμᾰλίζω1 make havoc of in tmesis.
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.121
, cf. P. Oxy. 2624. 7.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.121
, cf. P. Oxy. 2624. 7.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.